πιθηκωδης

πιθηκωδης
    πιθηκώδης
    πῐθηκώδης
    2
    Arst. = πιθηκοειδής См. πιθηκοειδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πιθηκωδης" в других словарях:

  • πιθηκώδης — ες, Α [πίθηκος] πιθηκοειδής, ὁμοιος με πίθηκο …   Dictionary of Greek

  • πιθηκῶδες — πιθηκώδης masc/fem voc sg πιθηκώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκώδεις — πιθηκώδης masc/fem acc pl πιθηκώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»